Σ’ ένα δάσος προχωρούσε ένας άνθρωπος, το άλογό του και ο σκύλος του. Κάποια στιγμή που περνούσαν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, έπεσε ένας κεραυνός και τους έκαψε και του τρείς. Ο άνθρωπος και τα δυό ζώα του, συνέχισαν το δρόμο τους γιατι βλέπετε, σε πολλές περιπτώσεις, παίρνει λίγο χρόνο να καταλάβει κανείς ότι πέθανε. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός και καθώς είχαν αφήσει το δάσος πίσω τους ο καυτός ήλιος τους έκανε να ιδρώνουν και να διψάνε. Κάποια στιγμή έφτασαν μπροστά σε μια πολύ ωραία μαρμάρινη πύλη που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με χρυσές πλάκες.
Ο άνθρωπος πλησίασε τον στολισμένο φύλακα.
-Καλημέρα...
-Καλημέρα...
-Ποιο μέρος είναι εδώ;
-Εδώ είναι ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ…
-Τι καλά που ήρθαμε στον Παράδεισο γιατί διψάμε πολύ…
-Μπορείτε κύριε να μπείτε και να πιείτε όσο θέλετε, είπε ο φύλακας δείχνοντας μια πηγή στο κέντρο της πλατείας.
-Και το άλογο και ο σκύλος μου διψάνε πολύ, είπε ο άνθρωπος.
-Λυπάμαι κύριε, είπε ο φύλακας, αλλά εδώ δεν επιτρέπεται να μπαίνουν ζώα…
Ο άνθρωπος αρνήθηκε να μπεί και να πιεί μόνο αυτός, και παρ’ όλο που η δίψα του ‘καιγε τα σωθικά, χαιρέτησε τον φύλακα και συνέχισε τον δρόμο του με τα δυό του ζώα. Περπατώντας αρκετή ώρα στην ανηφοριά έφτασαν εξαντλημένοι κι οι τρείς μπροστά σε μια παλιά πόρτα που πίσω της διακρινόταν ένας χωματόδρομος πνιγμένος στα δέντρα. Στη σκιά ενός δέντρου, καθόταν κάποιος που φορούσε ένα καπέλο και έμοιαζε να κοιμάται.
-Καλημέρα, τον χαιρέτησε ο άνθρωπος, κι εκείνος αντιχαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού του.
-Εγώ, το άλογο κι ο σκύλος μου διψάμε πολύ…
-Πηγαίνετε εκεί να πιείτε, είπε ο άντρας δείχνοντας μια πηγή ανάμεσα σε δύο βράχους. Πήγαν ξεδίψασαν κι ο άνθρωπος επέστρεψε για να ευχαριστήσει τον άγνωστο.
-Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θελήσετε, απάντησε αυτός.
-Με την ευκαιρία, ρώτησε ο άνθρωπος, πως λέγεται αυτό το μέρος;
-ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
-Παράδεισος; Μα ο φύλακας της μαρμάρινης πύλης μου είπε ότι εκεί είναι ο Παράδεισος…
-Εκεί δεν είναι ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ, εκεί είναι η ΚΟΛΑΣΗ, αποκρίθηκε ο άντρας.
Ο άνθρωπος έμεινε σαστισμένος.
-Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας…αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να δημιουργήσει μεγάλο μπέρδεμα, είπε τελικά.
-Σε ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, αντέτεινε ο άντρας, στην πραγματικότητα μας κάνουν μεγάλη χάρη, γιατί εκεί παραμένουν όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους φίλους τους.
Ο άνθρωπος πλησίασε τον στολισμένο φύλακα.
-Καλημέρα...
-Καλημέρα...
-Ποιο μέρος είναι εδώ;
-Εδώ είναι ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ…
-Τι καλά που ήρθαμε στον Παράδεισο γιατί διψάμε πολύ…
-Μπορείτε κύριε να μπείτε και να πιείτε όσο θέλετε, είπε ο φύλακας δείχνοντας μια πηγή στο κέντρο της πλατείας.
-Και το άλογο και ο σκύλος μου διψάνε πολύ, είπε ο άνθρωπος.
-Λυπάμαι κύριε, είπε ο φύλακας, αλλά εδώ δεν επιτρέπεται να μπαίνουν ζώα…
Ο άνθρωπος αρνήθηκε να μπεί και να πιεί μόνο αυτός, και παρ’ όλο που η δίψα του ‘καιγε τα σωθικά, χαιρέτησε τον φύλακα και συνέχισε τον δρόμο του με τα δυό του ζώα. Περπατώντας αρκετή ώρα στην ανηφοριά έφτασαν εξαντλημένοι κι οι τρείς μπροστά σε μια παλιά πόρτα που πίσω της διακρινόταν ένας χωματόδρομος πνιγμένος στα δέντρα. Στη σκιά ενός δέντρου, καθόταν κάποιος που φορούσε ένα καπέλο και έμοιαζε να κοιμάται.
-Καλημέρα, τον χαιρέτησε ο άνθρωπος, κι εκείνος αντιχαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού του.
-Εγώ, το άλογο κι ο σκύλος μου διψάμε πολύ…
-Πηγαίνετε εκεί να πιείτε, είπε ο άντρας δείχνοντας μια πηγή ανάμεσα σε δύο βράχους. Πήγαν ξεδίψασαν κι ο άνθρωπος επέστρεψε για να ευχαριστήσει τον άγνωστο.
-Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θελήσετε, απάντησε αυτός.
-Με την ευκαιρία, ρώτησε ο άνθρωπος, πως λέγεται αυτό το μέρος;
-ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
-Παράδεισος; Μα ο φύλακας της μαρμάρινης πύλης μου είπε ότι εκεί είναι ο Παράδεισος…
-Εκεί δεν είναι ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ, εκεί είναι η ΚΟΛΑΣΗ, αποκρίθηκε ο άντρας.
Ο άνθρωπος έμεινε σαστισμένος.
-Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας…αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να δημιουργήσει μεγάλο μπέρδεμα, είπε τελικά.
-Σε ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, αντέτεινε ο άντρας, στην πραγματικότητα μας κάνουν μεγάλη χάρη, γιατί εκεί παραμένουν όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους φίλους τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου