Το διπλό χτύπημα στην πόρτα τους ξάφνιασε. Κοιτάχτηκαν για δευτερόλεπτα και ο Τζιμ - πρώην Δημήτρης – πήγε προς την πόρτα. Το βλέμμα της Κέλυ – πρώην Καλλιόπη – τον ακολούθησε και μόνο η Μαλάμω έδειχνε αδιάφορη. Αυτή δεν είχε αλλάξει ούτε το όνομα ούτε τις συνήθειές της από τότε που είχαν έρθει στη γη της αφθονίας και των μεγάλων ευκαιριών. Στο άνοιγμα της πόρτας εμφανίστηκαν δυο τύποι απ’ αυτούς που μόλις τους δεις σκέφτεσαι «δεν μπορεί να ‘ναι για καλό». Κάτι τετράγωνοι άσβερκοι που το κεφάλι κάθεται κατ ευθείαν πάνω στις ωμοπλάτες, βλέμμα ανησυχητικά αδιάφορο, αργές σίγουρες κινήσεις. Ο πρώτος κάθησε σαν βαριεστημένος στην πολυθρόνα που καθόταν νωρίτερα ο Τζιμ και ο δεύτερος έμεινε όρθιος δίπλα στην πόρτα με τα χέρια στις τσέπες. –Λοιπόν; ρώτησε ο καθιστός. –Τι λοιπόν; απόρησε ο Τζιμ. –Λοιπόν τι θα γίνει με τα λεφτά; -Πάλι λεφτά; Έδωσα τον προηγούμενο μήνα… -Ο προηγούμενος μήνας ήταν ο προηγούμενος και ο επόμενος θα είναι ο επόμενος, εγώ σου μιλάω γι αυτόν… Ο Τζιμ είχε μια απελπισμένη έκφραση, η μεγάλη τύχη που θεώρησε ότι είχε όταν βρήκε να νοικιάσει το μαγαζί, εδώ και κάποιους μήνες δεν φαινόταν και τόσο μεγάλη. Του το είχε νοικιάσει ο κύριος Χ – ούτε τ’ όνομά του δεν ήξερε – που τον βοήθησε να το εξοπλίσει και να πάρει και τα πρώτα εμπορεύματα, Μετά από 3-4 μήνες άρχισαν να έρχονται κάτι τύποι σαν αυτούς, άλλοι κάθε φορά και ζητούσαν κι έπαιρναν αυτά που αναλογούσαν στον κ. Χ. –Για πόσο ακόμα θα πρέπει να πληρώνω; ρώτησε σκύβοντας το κεφάλι. –Για όσο καιρό έχεις την υγειά σου, για όσο έχεις χέρια και πόδια και μπορείς να δουλεύεις… Το υπονοούμενο ήταν σαφές. Του ‘ρχότανε να ξεράσει. –Ελάτε αύριο το μεσημέρι από το μαγαζί, ψιθύρισε. Κλείνοντας την πόρτα πίσω τους πήγε να πιεί ένα νερό, να κατεβάσει τον κόμπο που ‘χε σταθεί στο λαιμό του, αλλά η πόρτα ξαναχτύπησε. Ήταν ο ένας από τους δύο, εκείνος που είχε σταθεί όρθιος και δεν είχε μιλήσει καθόλου. Έτσι όπως είδε τον Τζιμ ετοιμόρροπο, τον οδήγησε στην πολυθρόνα και τον έβαλε απαλά να καθήσει. –Είπα ότι τάχα μού ‘πεσε ο αναπτήρας και ξαναγύρισα γιατί σε είδα απελπισμένο… -Πώς να μην είμαι; έτσι πως πάνε τα πράγματα, δεν βγαίνω, θα χρεοκοπήσω… -Όχι δα, δεν πρόκειται να γίνει κάτι τέτοιο, δεν θα το αφήσει να γίνει ο κ. Χ. - Μα με τα λεφτά που μου παίρνει κάθε μήνα δεν θα μπορώ σε λίγο ούτε εμπόρευμα ν’ αγοράσω και το χειρότερο είναι που όλα μα όλα τα προμηθεύομαι απ’ αυτόν, έτσι συμφωνήσαμε όταν ξεκίνησα. –Μην γίνεσαι άδικος, αυτός δεν σου νοίκιασε το μαγαζί; Αυτός δεν σου πούλησε τον εξοπλισμό; Με δικά του εμπορεύματα δεν ξεκίνησες και με δικά του δεν συνεχίζεις; Κι όλα αυτά με πίστωση; Και νομίζεις ότι αν βρεθείς σε δυσκολία ο κ. Χ θα σ’ αφήσει έτσι; -Μα είμαι ήδη σε δυσκολία, πιο δύσκολα δεν γίνεται… -Μην ανησυχείς, γι αυτό είναι ο κ. Χ, θα σε βοηθήσει να ξανασταθείς στα πόδια σου, αρκεί να είσαι κι εσύ εντάξει απέναντί του… Άντε μπράβο! Ο Τζίμ έμεινε για λίγο να κοιτάζει την πόρτα που είχε κλείσει πίσω του ο τύπος, κι ύστερα γύρισε και κοίταξε την Κέλυ. –Μπήκαμε στο χορό και πρέπει να χορέψουμε, είπε αυτή. Σκέφτηκε προς στιγμή να την αρπάξει απ’ το λαιμό να την πνίξει, να πάει φυλακή να ησυχάσει, αλλά αισθανόταν τόσο μα τόσο αδύναμος, τόσο ανήμπορος να διαχειριστεί την κατάσταση. Το θολό του βλέμμα έπιασε τη Μαλάμω να σηκώνεται αργά από την πολυθρόνα της και να κατευθύνεται στην κουζίνα μουρμουρίζοντας. –Τι μουρμουράς κι εσύ; της φώναξε νευριασμένος ψάχνοντας μια ευκαιρία να ξεσπάσει. -Λέω να τα μαζεύουμε και να γυρίσουμε στο χωριό μας του απάντησε κοφτά εκείνη.
Ολοι στα χωριά θα γυρίσουν θ'αναγκαστούμε να περιμένουμε μόνο απ'τη φύση κέρδος από πουθενά αλλού πια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα θαλασσινά μου!
Πάντως στο χωριό έχω ένα σπιτι και ένα μικρό κήπο...
ΑπάντησηΔιαγραφή