Η ιστορία είχε ξεκινήσει παλιά, σαν μια ανεξήγητη επιθυμία για ένα μεταξωτό παντελόνι. Ούτε κι ο ίδιος καταλάβαινε από πού πήγαζε αυτή η επιθυμία, μάλλον κάτι θα είχε συμβεί στα πολύ μικρά του και βγήκε κάποια στιγμή στην επιφάνεια. Όσο πλησίαζε μάλιστα ο χορός της αποφοίτησης, η επιθυμία του, αγριεμένη πιά, αναστάτωνε και τον ύπνο του.
Σαν από μηχανής θεός, ένας ράφτης δημοσίευσε στην τοπική εφημερίδα ότι είχε φέρει και διέθετε στην εκλεκτή του πελατεία, εξαιρετικά κινέζικα μεταξωτά υφάσματα.
Το κίτρινο που ανταύγαζε σαν λιωμένο χρυσάφι, το φανταζόταν πάνω του αστραφτερό να τραβάει όλα τα βλέμματα, πολύ περισσότερο αν συνδυαζόταν μ’ ένα ίδιο πουκάμισο και πορφυρό-μπορντό σακάκι, και η εικόνα που σχημάτισε τον έκανε σχεδόν να βουρκώσει.
Βούρκωσε (χωρίς «σχεδόν») όταν πρωτοκοιτάχτηκε στον καθρέφτη φορώντας τα ρούχα που θα σηματοδοτούσαν την βραδιά που θα ξεκινούσε να κατακτήσει τον κόσμο.
Μπήκε στην μεγάλη σάλα με τον αέρα του σίγουρου θριαμβευτή και οι ψίθυροι που τον ακολουθούσαν καθώς περιφερόταν ανάμεσα στο πλήθος, τον έκαναν να αισθανθεί δικαιωμένος. Αλλοίμονο όμως, σύντομα πιάνοντας μερικές σκόρπιες λέξεις και διακρίνοντας αρκετά ειρωνικά βλέμματα, άρχισε ν' αναρωτιέται, ώσπου κατάλαβε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι όλο και περισσότεροι όλο και πιο φανερά χλεύαζαν – τι άλλο - την εμφάνισή του, τα ρούχα του, τα μετάξια του… Συμμαζεύοντας την διαλυμένη αυτοπεποίθησή του, σύρθηκε σχεδόν στην μεγάλη βεράντα και βάλθηκε να μετρήσει τα άστρα, κι όσο μπερδευόταν και ξανάρχιζε, έβαλε τα κλάματα και πηδώντας στον κήπο χάθηκε στο σκοτάδι.
Χρόνια μετά, επιτυχημένος και αναγνωρισμένος συγγραφέας πιά, έγραψε:
«Ενώ εγώ σχεδίαζα να κατακτήσω τον κόσμο, κάποιος στα βάθη της Κίνας ύφαινε την δυστυχία μου».
Σαν από μηχανής θεός, ένας ράφτης δημοσίευσε στην τοπική εφημερίδα ότι είχε φέρει και διέθετε στην εκλεκτή του πελατεία, εξαιρετικά κινέζικα μεταξωτά υφάσματα.
Το κίτρινο που ανταύγαζε σαν λιωμένο χρυσάφι, το φανταζόταν πάνω του αστραφτερό να τραβάει όλα τα βλέμματα, πολύ περισσότερο αν συνδυαζόταν μ’ ένα ίδιο πουκάμισο και πορφυρό-μπορντό σακάκι, και η εικόνα που σχημάτισε τον έκανε σχεδόν να βουρκώσει.
Βούρκωσε (χωρίς «σχεδόν») όταν πρωτοκοιτάχτηκε στον καθρέφτη φορώντας τα ρούχα που θα σηματοδοτούσαν την βραδιά που θα ξεκινούσε να κατακτήσει τον κόσμο.
Μπήκε στην μεγάλη σάλα με τον αέρα του σίγουρου θριαμβευτή και οι ψίθυροι που τον ακολουθούσαν καθώς περιφερόταν ανάμεσα στο πλήθος, τον έκαναν να αισθανθεί δικαιωμένος. Αλλοίμονο όμως, σύντομα πιάνοντας μερικές σκόρπιες λέξεις και διακρίνοντας αρκετά ειρωνικά βλέμματα, άρχισε ν' αναρωτιέται, ώσπου κατάλαβε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι όλο και περισσότεροι όλο και πιο φανερά χλεύαζαν – τι άλλο - την εμφάνισή του, τα ρούχα του, τα μετάξια του… Συμμαζεύοντας την διαλυμένη αυτοπεποίθησή του, σύρθηκε σχεδόν στην μεγάλη βεράντα και βάλθηκε να μετρήσει τα άστρα, κι όσο μπερδευόταν και ξανάρχιζε, έβαλε τα κλάματα και πηδώντας στον κήπο χάθηκε στο σκοτάδι.
Χρόνια μετά, επιτυχημένος και αναγνωρισμένος συγγραφέας πιά, έγραψε:
«Ενώ εγώ σχεδίαζα να κατακτήσω τον κόσμο, κάποιος στα βάθη της Κίνας ύφαινε την δυστυχία μου».
δική σου;
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ φράση έχει λεχθεί από μεγάλο και αναγνωρισμένο συγγραφέα. Η δραματοποιημένη αφήγηση είναι δική μου, αν αυτό εννοείς
ΑπάντησηΔιαγραφή