Ο χειμώνας ήρθε και ο μέρμηγκας καθισμένος μπροστά στο τζάκι ικανοποιημένος από το γεύμα που μόλις τελείωσε απολαμβάνει ένα τσιγάρο ενώ η κυρά του μαζεύει το τραπέζι.
Χτυπάει η πόρτα και στο άνοιγμά της είναι ο τζίτζικας, αγκαλιά με δυό γκομενάρες. Φοράνε γούνες και οι τρείς και πίσω τους φαίνεται ένα πολυτελές αυτοκίνητο.
–Τι γίνεται ρε μέρμηγκα, πως πάει; ρωτάει ο τζίτζικας χωρίς να βγάλει το Μόντε Κρίστο πούρο του από το στόμα.
–Καλά, δόξα τον Θεό, ψελίζει ο μέρμηγκας.
-Δε μου λες, έρχεσαι μαζί μου για σκι με τα κορίτσια; Ρωτάει ο τζίτζικας κλείνοντας πονηρά το μάτι. Ο μέρμηγκας κοιτάζει προς το εσωτερικό του σπιτιού τη γυναίκα του που πλέκει και γυρίζει προς τον τζίτζικα.
–Μπα, δεν μπορώ φίλε…
-Έλα ρε μαλάκα, θα περάσουμε καλά σου λέω… έχω κλείσει ένα σαλέ τρέλα, σάουνες, τζακούζια, θερμαινόμενες πισίνες…επιμένει ο τζίτζικας.
-Όχι, δε γίνεται…σ’ ευχαριστώ πάντως.
-Καλααααααά….. εσύ χάνεις πάντως.
Ο μέρμηγκας κλείνει την πόρτα, σκέφτεται, την ξανανοίγει και φωνάζει στον τζίτζικα που έμπαινε στο αυτοκίνητο:-
« Και πού ‘σαι τζίτζικα, άμα δεις πουθενά τον Αίσωπο, πες του ότι είναι πολύ μαλάκας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να δω τι λέτε κι εσείς...