Τρείς μέρες τώρα ήταν άρρωστος, αλήθεια όχι μαϊμού, μέχρι και η εταιρία έστειλε τις ιατρικές της υπηρεσίες στο σπίτι, «ήταν όντως αρρωστος» Τρείς μέρες έβλεπε τα πρωινάδικα και σήμερα που ήταν καλά έπρεπε να γυρίσει στη δουλειά. Σηκώθηκε ρίχνοντας μια ματιά στο Bulgari του και είδε πως είχε χρόνο. Έρριξε λίγα αιθέρια έλαια και άλατα στη μπανιέρα που ήταν γεμάτη με νερό στη θερμοκρασία που ήθελε και γλίστρησε μέσα. Με το Fred Perry μπουρνούζι ακόμαπάνω του για να στεγνώσει ήπια το δέρμα του, άνοιξε τη πόρτα του ψυγείου κι έψαξε για κείνο το τυρί που απλωνόταν εύκολα στις φρυγανιές που ήταν έτοιμες να πεταχτούν από τη φρυγανιέρα. Το βρήκε και δεν αντιστάθηκε στο πειρασμό να το γευτεί σκέτο κλείνοντας ηδονικά τα μάτια. Η μαρμελάδα χωρίς ζάχαρη στρωμένη πάνω σε αλπικό βούτυρο συνοδεύτηκε από το χυμό εκλεκτών πορτοκαλιών έδωσε ιδανικό φινάλε στο πρωινό του. Διάλεξε ένα από τα Ιταλικά πουκάμισά του, κάλτσες παπούτσια, το κοστούμι το είχε διαλέξει αποβραδίς, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και βγήκε στο δρόμο. Ο οδηγός τον περίμενε. Στη διαδρομή αναρωτιότανε πόσο νωρίτερα έπρεπε να ξεκινάνε όλοι αυτοί οι φουκαράδες που στριμώχνονταν στα λεωφορεία κι ούτε καν ξανακοίταξε το ρολόι του. Με το που μπήκε στα γραφεία του εβδόμου ορόφου, η ρεσεψιονίστ τον ενημέρωσε ότι τον έψαχνε ο τμηματάρχης του.
-Πάλι άργησες σήμερα κ. Βούλγαρη;
-Τα λεωφορεία αργούσαν πολύ, ψιθύρισε ταραγμένος, δεν θα επαναληφθεί…
Βγαίνοντας από το γραφείο είπε σχεδόν φωναχτά «άμα δω ξανά πρωινάδικα, να με χέσω…»
Καλό, γεμάτο αστική σαπίλα και καθωσπρεπισμό.
ΑπάντησηΔιαγραφή