* Ένα κείμενο του Θ. Μαρουλιάδη
Ανεξάρτητα από το πόσο σίγουροι είμαστε - ή δεν είμαστε, εδώ που τα λέμε - για το πόσα μπορεί να πετύχει η νυσταλέα γραφειοκρατία μίας αριστερής διακυβέρνησης, στις 17 Ιουνίου, εδώ στη Θεσσαλονίκη, έχουμε να κάνουμε μία δουλειά. Πρέπει, με κάθε θυσία, με νύχια και με δόντια, να κρατήσουμε την πόλη ροζ. Όπου ροζ είναι το χρωματάκι που έχει δώσει το υπουργείο Εσωτερικών στο ΣΥΡΙΖΑ, οπότε στις 6 Μαΐου βάφτηκαν ροζ όλες οι εκλογικές περιφέρειες όπου ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πρώτη δύναμη σε ψήφους. Και η πόλη της Θεσσαλονίκης, η πρώτη εκλογική περιφέρεια του νομού, βάφτηκε ροζ. Και αυτό πρέπει να παραμείνει έτσι στις 17 Ιουνίου, ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί σε άλλες εκλογικές περιφέρειες, γιατί σ’ αυτή την πόλη γνωρίζουμε πολύ καλά ότι απέναντι θα βρεθούν δύο προαιώνιοι εχθροί, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Πρέπει να κρατήσουμε τη Θεσσαλονίκη ροζ και αυτό το οφείλουμε σε δύο κατηγορίες ανθρώπων αυτής της πόλης.
Στα καθίκια. Το οφείλουμε σε όλα τα πρόσωπα που συμβολίζουν το συλλογικό κακό σ’ αυτή την πόλη. Σε όλο το σκατολόι της δεξιάς. Στην κυρία που σέρνει στην Μητροπόλεως την - φορτωμένη με ψώνια - μετανάστρια υπηρέτρια της. Στους βιομήχανους, χωρίς βιομηχανίες, που φούνταραν τα εργοστάσια που κληρονόμησαν από τους παππούδες τους, που πέταξαν κόσμο και κοσμάκη στο δρόμο και στην πείνα, και τώρα ζούνε σαν πρίγκιπες με τα λεφτά που έβγαλαν από το χρηματιστήριο. Στα δουλικά των πλουσίων της πόλης, που το μόνο πράγμα που ξέρουν είναι να σκύβουν τη μέση και να φιλούν ρυτιδιασμένα χέρια, ελπίζοντας σε μία διευθυντική θέση, σε ένα κόκκαλο με λίγο ψαχνό, σε μία καρέκλα σε κάποιο διοικητικό συμβούλιο που δεν κάνει απολύτως τίποτα. Το οφείλουμε σε αυτούς που ρήμαξαν την Θεσσαλονίκη, που γέμισαν με τσιμέντο τους ελεύθερους χώρους, που μοίρασαν άσκοπα και άχρηστα έργα σε φίλους τους εργολάβους, που πήραν μίζες γι’ αυτό, που είναι χωμένοι στα σκατά της διαπλοκής μέχρι το λαιμό και βάλε. Το οφείλουμε σε όλους τους «πρώην» δήθεν αριστερούς, που έσκασαν από το χρήμα που τους τάισαν για πολλά χρόνια οι πασόκοι. Που τους έδιναν δουλειές πολλών δεκάδων χιλιάδων ευρώ, δουλειές που ποτέ δεν έγιναν, συμβάσεις που υπογράφτηκαν μετά την ακύρωση των έργων. Το οφείλουμε στα παρτάλια της διοίκησης του κεντρικού δήμου, στους κολλητούς της Ντόρας, του Μάνου, του Οικονομάκη της ΟΙΚΟΜΕΤ, στους ανθρώπους και τους υπαλλήλους του Βενιζέλου, του Λαυρεντιάδη και του Λιακουνάκου. Το οφείλουμε στους αρθρογράφους των πίσω σελίδων των τοπικών εφημερίδων, που μόνο κακά λόγια και κατάρες γράφουν για τους πολλούς καλούς ανθρώπους αυτής της πόλης. Το οφείλουμε στα λαμόγια που ξεπλένουν μαύρο χρήμα αλλάζοντας κάθε τόσο τη βιτρίνα της Θεσσαλονίκης.
Στους πολλούς καλούς ανθρώπους. Το οφείλουμε σε όλους αυτούς, στα δυτικά, τα ανατολικά, στο κέντρο και στα βόρεια, που δίνουν κάθε μέρα τη μάχη τους. Στη δουλειά, στην ανεργία, στο σπίτι, στη γειτονιά, στην πρωτοβουλία, στο στέκι, στην παρέα, στην εξέδρα. Το οφείλουμε σε όλους αυτούς που η καρδιά τους χτυπάει από τα κάτω και από τα αριστερά. Που συντονίζουν την οργή και τη χαρά τους. Που αλλάζουν διάθεση όταν βλέπουν ένα πάρκο γεμάτο από κόσμο. Που αλλάζουν διάθεση όταν βλέπουν μία τεράστια ουρά έξω από ένα συσσίτιο. Το οφείλουμε σε όλες τις δημιουργικές δυνάμεις αυτής της πόλης, πρώτα και κύρια σε δύο κοπέλες, σε αυτή που γεμίζει κάθε μέρα τα ράφια στο σούπερ μάρκετ και σε αυτή που σε ένα τριήμερο είχε ζητήσει από τον Αποστόλη να ξαναπαίξει τις «Διακοπές» γιατί το αρχίδι το αφεντικό της την είχε κρατήσει μέχρι αργά το βράδυ στη δουλειά. Το οφείλουμε σε όλα τα καταπληκτικά παιδιά όλων των μαθητικών και φοιτητικών καταλήψεων, που έκαναν άνω κάτω την πόλη, που τις άλλαξαν τα φώτα, που ξενύχτησαν στους δρόμους και στο αμφιθέατρο της ΦΜΣ. Το οφείλουμε σε όλους τους ανθρώπους που ήρθαν σε αυτή την πόλη από κάπου αλλού, γιατί όσο υπάρχει Θεσσαλονίκη κανένας άνθρωπος δεν θα μείνει χωρίς πατρίδα. Το οφείλουμε στα εκατό χιλιάδες και βάλε φαντάσματα που, ακόμα έναν Μάιο, γυρνούν σαν επιτάφιος στην Τσιμισκή, στην Εγνατία, στην Ερμού, στη Β. Ηρακλείου, στην Αγίου Δημητρίου, στην Εθνικής Αμύνης, στην Όλγας, στην Ευαγγελίστρια, κρατώντας μία πόρτα που ξήλωσαν από ένα περίπτερο και έναν νεκρό πάνω της, σκοτωμένο από τις σφαίρες της χωροφυλακής. Τους το οφείλουμε, κάποτε θα πρέπει και αυτοί να ησυχάσουν, κάποτε θα πρέπει να τελειώσουν τη διαδήλωση τους, να πάνε να τσιμπήσουν κάτι με τους φίλους τους, να γυρίσουν στα σπίτια τους να ξεκουραστούνε. Το οφείλουμε σε όλους τους ανθρώπους που χάσαμε, άλλους πρόωρα, άλλους στην ώρα τους, σε όλους αυτούς που έφυγαν ξαφνικά και δεν πρόλαβαν να δουν ότι στην κωλόπολη μας, που τόσο πολύ την αγαπήσαμε, πρώτο στις εκλογές βγήκε ένα αριστερό ψηφοδέλτιο. Εγώ το οφείλω στην κόρη μου που στεναχωριέται γιατί εκείνο το παιδί δεν έχει που να πάει, άθλιε ελεεινέ απατεώνα Σαββόπουλε, και γιατί πιστεύει πως όταν κάποιος άνθρωπος έχει ανάγκη λεφτά πρέπει να πηγαίνει και να τα παίρνει από την τράπεζα.
Θα τους γαμήσουμε τα πρέκια. Το οφείλουμε στους εαυτούς μας.
H φωτογραφία είναι του Αστέρη Μασούρα